- κεραϊστής
- κερᾰ-ϊστής, ου, ὁ,A plunderer, h.Merc.336.II baneful comet, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κεραιστής — κεραϊστής , κεραιστής plunderer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραϊστή — κεραϊστής, ὁ (Α) [κεραΐζω] 1. ληστής, καταστροφέας 2. (κατά τον Ησύχ.) καταστρεπτικός κομήτης … Dictionary of Greek
κεραΐζω — (ΑΜ) φονεύω, κατασφάζω (α. «τὰ κτήνη...κεραΐσαι τοῑς ξίφεσι», Σαθ. β. «Τρῶας κεράϊζε καὶ ἄλλους», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. λεηλατώ, καταστρέφω, ερημώνω (α. «σταθμοὺς ἀνθρώπων κεραΐζετον», Ομ. Ιλ. β. «εὐνὰς θανάτοις κεραϊζομένας», Ευρ.) 2. (σχετικά με… … Dictionary of Greek
κεραισταί — κεραϊσταί , κεραιστής plunderer masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραιστήν — κεραϊστήν , κεραιστής plunderer masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)